- αἵνω
- αἵνω, [tense] aor. inf.A
ἧναι Hp.
ap. Gal.19.103 (glossed by κόψαι), Phot.:— sift, winnow, Pherecr.183, cf. Hdn.Gr.2.930; v. ἀνέω. (Possibly for ϝαν-yω, cf. vannus.)
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἧναι Hp.
ap. Gal.19.103 (glossed by κόψαι), Phot.:— sift, winnow, Pherecr.183, cf. Hdn.Gr.2.930; v. ἀνέω. (Possibly for ϝαν-yω, cf. vannus.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αίνω — αἵνω (Α) κοσκινίζω, λιχνίζω, ξεχωρίζω την ήρα από το σιτάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Αν η λ. συνδέεται πραγματικά, όπως υποστηρίζουν μερικοί, με το λατ. vannus «λιχνιστήρι» και τα αρχ. γερμ. wintōn και dis winpjan που σημαίνουν επίσης… … Dictionary of Greek
αινώ — ( έω) (Α αἰνῶ) (νεοελλ. μσν.) (με θρησκ. σημ.) δοξολογώ, υμνώ «αἰνεῑτε τὸν Κύριον ἐκ τῶν οὐρανῶν, αἰνεῑτε αὐτὸν ἐν τοῑς ὑψίστοις» αρχ. 1. λέγω, μιλώ για κάποιον ή κάτι 2. επαινώ, επιδοκιμάζω, εξυμνώ 3. συνιστώ, συμβουλεύω 4. συγκατατίθεμαι,… … Dictionary of Greek
-αίνω — (ΑΝ) Γλωσσ. παραγωγική κατάληξη ρημάτων τής Ελληνικής, αρχαίας και νέας με μεγάλη παραγωγική δύναμη στην αρχαία ιδίως, αλλά και στη νέα … Dictionary of Greek
αἰνῶ — αἰνέω tell pres subj act 1st sg (attic epic doric) αἰνέω tell pres ind act 1st sg (attic epic doric) αἰνός dread masc/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰνῷ — αἰνός dread masc/neut dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἴνω — Αἶνος tale masc nom/voc/acc dual Αἶνος tale masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἴνω — αἴ̱νω , αἶνος tale masc nom/voc/acc dual (epic ionic) αἴ̱νω , αἶνος tale masc gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἴνῳ — Αἶνος tale masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἴνῳ — αἴ̱νῳ , αἶνος tale masc dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χρόνια μὲν ἦλθες, ἀλλ’ ὅμως αἰνῶ τάδε. — χρόνια μὲν ἦλθες, ἀλλ’ ὅμως αἰνῶ τάδε. См. Лучше поздно, чем никогда … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
σκιρ(ρ)αίνω — Α [σκιρός / σκῑρος] (συν. το παθ.) σκιρ(ρ)αίνομαι (για σίδηρο) γίνομαι σκληρός, σκληραίνω με βαφή … Dictionary of Greek